- κύμινο
- (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20-40 εκ., με βαθιά σχισμένα φύλλα. Τα άνθη του είναι μικρά, λευκά ή ελαφρώς ροδίζοντα και σχηματίζουν σύνθετα σκιάδια. Οι καρποί του είναι αχαίνια, προμήκη ή ωοειδή, κιτρινόμαυρου χρώματος. Το έντονο άρωμά τους οφείλεται στην κουμινόλη που περιέχουν, ένα αιθέριο έλαιο που εξάγεται με απόσταξη και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες.
Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε περιορισμένη κλίμακα και τα σπέρματά του χρησιμοποιούνται κυρίως ως άρτυμα.
Αρωματικά σπέρματα με παρόμοια χρήση παράγει και ένα άλλο σκιαδανθές, το Carum carvum, ιθαγενές φυτό της κεντρικής Ευρώπης και της Ασίας.
άγριο κ. Με αυτή την ονομασία είναι γνωστά δύο φυτά. Η επιστημονική ονομασία του πρώτου είναι Lagoecia cuminoides και ανήκει στην οικογένεια των σκιαδοφόρων. Πρόκειται για μονοετή πόα, με ωραία μυρωδιά, της οποίας ο βλαστός είναι όρθιος, ύψους 15-40 εκ. Έχει φύλλα γραμμοειδή και ο καρπός του είναι αχαίνιο. Είναι ιθαγενές φυτό των άγονων και ξηρών περιοχών της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ασίας. Φυτρώνει κυρίως σε χέρσα χωράφια και χρησιμοποιείται αντί του κ., με το οποίο μοιάζει στη γεύση και στη μυρωδιά.
Το δεύτερο φυτό ονομάζεται νεγέλη η αθεροφόρος και ανήκει στην οικογένεια των ρανουνγκουλιδών.
Κύμινο, πόα ιθαγενής της Αιγύπτου.
* * *το (AM κύμινον)1. ετήσιο ποώδες φυτό τής τάξης τών σκιαδανθών2. ονομασία τών αποξηραμένων καρπών τού φυτού αυτού που χρησιμοποιούνται ως καρύκευμανεοελλ.φρ. «όσο να πεις κύμινο» ή «μέχρι να πεις κύμινο» — αμέσως, πάρα πολύ γρήγορααρχ.παροιμ. «κύμινον ἔπρισεν» — λεγόταν για άνθρωπο τσιγγούνη, πολύ φιλάργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. ακκαδ. kamũnu(m), φοινικ. kmn κ.λπ.ΠΑΡ. αρχ. κυμινάς, κυμινάτον, κυμινεύω, κυμινώδηςμσν.κυμίνινος.ΣΥΝΘ. κυμινοδόκη, κυμινοδόκον, κυμινοδόχη, κυμινοθήκη, κυμινοκίμβιξ, κυμινοπρίστης, κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, κυμινοπώλης, κυμινότριδοςμσν.κυμινόθερμον].
Dictionary of Greek. 2013.